Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου: Ανάλυση του ποίηματος του Σ. Τσακνιά "Η επίσκεψη" στα πλαίσια της θεματικής ενότητας για τις σχέσεις των φύλων.


Επίσκεψη

Σπύρος Τσακνιάς (1929 - 1999)


Όλη μέρα πάστρευε το σπίτι σφουγγάριζε τα πατώματα
γυάλιζε τα μπρούντζινα σκεύη κι ασβέστωνε τα πεζούλια.
Προς το βράδυ απόκανε κι έκατσε στη γωνιά της να ξαποστάσει
με μισό φλιτζάνι καφές και μισό παξιμάδι.
Τότε ήρθε ο Άγγελος του Κυρίου και της χαμογέλασε γλυκά
κι εκείνη ντράπηκε κι έλυσε την ποδιά της και την έκρυψε βιαστικά κάτω
από το πανέρι με τ΄ασπρόρουχα. Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια ανήσυχα
 κι ο Άγγελος του Κυρίου κατάλαβε
και πήρε ένα παλιό λαϊκό περιοδικό που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο
 και το ξεφύλλιζε κάνοντας πως διαβάζει.
Πετάχτηκε τότε στην κουζίνα και ζέστανε το φαΐ
κι ύστερα βγήκε στην αυλή
 και μάζεψε τα σεντόνια που είχε απλώσει από το πρωί
για να στεγνώσουν δίπλωσε βιαστικά τις κάλτσες κι έστρωσε το τραπέζι.
 Σαν τέλειωσε κι αυτό φόρεσε τη ζακέτα της και στάθηκε
καρτερικά δίπλα στην πόρτα.
 Κι ο Άγγελος του Κυρίου παράτησε το περιοδικό πάνω στο κομοδίνο
και βγήκανε μαζί στο δρόμο.
Κι εκείνη κλείδωσε την πόρτα κι έβαλε όπως πάντα
το κλειδί μέσα στη γλάστρα.
__________________________________________________________________
Στο συγκεκριμένο ποίημα γίνεται λόγος για μια γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τις δουλειές του νοικοκυριού έχοντας επωμισθεί όλο το βάρος του, δικαιώνοντας έτσι το στερεότυπο ρόλο του φύλου της σε παλαιότερες εποχές. 
     Από την αρχή ¨Ολη μέρα..." φαίνεται να αγκομαχά ζωσμένη τα σύνεργα της δουλειάς, μιας δουλειάς που δεν αμείβεται και δεν αναγνωρίζεται, μιας δουλειάς εντατικής και απαιτητικής, όπως φαίνεται από τη συσσώρευση των ρημάτων στο πρώτο δίστιχο (πάστρευε, σφουγγάριζε, γυάλιζε, ασβέστωνε). Χαρακτηριστική εδώ η απουσία κόμματος στον πρώτο στίχο, ίσα ίσα για να δηλώσει το ρυθμό της ακατάπαυστης εργασίας. Παρατηρούμε ακόμη τα ονόματα: σπίτι - πατώματα - σκεύη - πεζούλια, που δηλώνουν την κίνηση της νοικοκυράς από το γενικό στο ειδικό, από το ¨μέσα" (εσωτερικό σπιτιού, σκεύη) στο "έξω" (αυλή). 
   Μετά από αυτή την κοπιαστική ημέρα ("Προς το βράδυ..") έρχεται η ώρα της ανάπαυλας και ο  αφηγητής βρίσκει ευκαιρία να μας πληροφορήσει έμμεσα για το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας, τον τρόπο ζωής της, τις συνήθειες και την οικονομική της κατάσταση. Έτσι,η χρήση των  ρηματικών τύπων"απόκανε-ξαποστάσει" και η λάθος πτώση στο "μισό φλιτζάνι καφές"  μαρτυρούν ένα μάλλον χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ οι αναγνώστες δε διαπιστώνουν πουθενά την ύπαρξη κάποιας συντροφιάς, μιας μορφής οικογένειας.  Με μια πρώτη εντύπωση, έχουμε μια μοναχική γυναίκα δίχως ιδιαίτερη μόρφωση και χρηματική άνεση να ασχολείται συνεχώς με το νοικοκυριό, βρίσκοντας μια μικρή ανάπαυλα σε "μισό φλιτζάνι καφές και μισό παξιμάδι". 
    Από τον επόμενο στίχο όμως, αρχίζει η ανατροπή που μέλλει να διαποτίσει όλο το ποίημα. Εμφανίζεται απρόσκλητος, απροειδοποίητα, ο "Άγγελος Κυρίου" και της χαμογελά..η γυναίκα ντρέπεται ( σαν να συναντά έναν άνδρα - ένδειξη κι αυτό της μοναχικότητάς της), τον κοιτά στα μάτια ανήσυχα, κι ο Άγγελος καταλαβαίνει... και κάνει ότι περνά την ώρα του με ένα "παλιό λαϊκό περιοδικό" μέχρι ....να γίνει τι; 
     Από την ανάγνωση των επόμενων στίχων οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως ο Άγγελος της δίνει πίστωση χρόνου, τόσου, ώστε να προλάβει η γυναίκα να συγυρίσει άλλη μια φορά το σπίτι, ρυθμίζοντας και τις τελευταίες εκκρεμότητες.. ο Άγγελος καταλαβαίνει, νιώθει την ανησυχία της γυναίκας, το ότι αυτές οι συνήθειες δεκαετιών την έχουν εμβολιάσει, ότι έχουν μπει στο πετσί της, ότι δεν μπορεί να κάνει πια χωρίς αυτές...αυτές οι συνήθειες είναι πλέον η δεύτερη φύση της, το ενδιαφέρον της, η μοίρα της, το βιος της, όλη της η ύπαρξη...και της επιτρέπει, μια τελευταία φορά, να "πεταχτεί " στην κουζίνα, να ζεστάνει το φαϊ, να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα, να στρώσει το τραπέζι...
     Μετά από όλα αυτά, η γυναίκα (που μένει ανώνυμη σε όλο το ποίημα), περιμένει καρτερικά στην πόρτα..αφού πια έχει εκτελέσει και το τελευταίο της καθήκον  κι ο Άγγελος (και για να μη γελιόμαστε - ο Θάνατος) την παίρνει μαζί του..αλλά όχι προτού κάνει αυτό που έκανε πάντα πριν από μια βόλτα: να βάλει το κλειδί της πόρτας στη γλάστρα. 
    Μια γυναίκα λοιπόν πεθαίνει ένα βράδυ, αφού τέλειωσε τις δουλειές του σπιτιού. Ο αφηγητής παρουσιάζοντάς μας τη σκληρή και ανιαρή καθημερινότητά της μας οδηγεί σε σκέψεις για το στερεότυπο της γυναίκας-μη εργαζόμενης εκτός σπιτιού οικοκυράς, που ήταν κυρίαρχο σε προηγούμενες δεκαετίες. Το υπερφυσικό στοιχείο - η προσωποποίηση του θανάτου και κυρίως η παράλογη συμπεριφορά της γυναίκας, που επιμένει να κάνει δουλειές λίγα λεπτά πριν πεθάνει, μας δείχνει ότι ο ρόλος εντυπώνεται, βιώνεται έντονα από εμάς, γίνεται κτήμα μας. Η γυναίκα- νοικοκυρά δε γλιτώνει από τη σκέψη του νοικοκυριού και από τις τύψεις αν δεν εκτελέσει μια εργασία ούτε με το θάνατο.  
    Τέλος, η ηχηρή απουσία άλλων προσώπων στο σπίτι καθιστά ακόμη τραγικότερη τη γυναικεία μορφή του ποιήματος και ειδικότερα το ότι, πριν "φύγει", βάζει το κλειδί στη γλάστρα (για να έρθει ποιος άραγε;) τη χαρακτηρίζει ως μια αδικαίωτη, μοναχική ύπαρξη που βρήκε καταφύγιο στα οικιακά και δικαίωσε, ως το θάνατο, τα στερεότυπα που ίσχυαν παλαιότερα για το φύλο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου