Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής
(Δημοσθένης - Ισοκράτης - Λυσίας -Ξενοφώντας - Πλάτων -Θουκυδίδης)
ΜΕΡΟΣ Α΄ 
Α
ἄγαμαι
θαυμάζω
ἀγαπῶ τινι
αρκούμαι σε κάτι
(ἄγω )- διάγω
προάγω
συνάγω
ὑπάγομαι
περνώ τη ζωή μου
προχωρώ
συγκεντρώνω
καταγγέλλομαι σε δικαστήριο
Αἰτία
κατηγορία
Αἰτιάομαι-ῶμαι
κατηγορώ
ἁλίσκομαι
συλλαμβάνομαι –κυριεύομαι
ἀναιρῶ
φονεύω – καταστρέφω –δίνω χρησμό
ἀνδράποδον
δούλος
ἀπαγορεύω
κουράζομαι
ἀπογιγνώσκω τινός
αθωώνω κάποιον
ἀποδίδομαι
πουλάω
ἀποδίδωμι
πληρώνω
ἀπολείπω
αφήνω –εγκαταλείπω
ἀποφαίνομαι
λέω τη γνώμη μου
ἀποφαίνω
καθιστώ
ἀτάρ
αλλά –όμως
αὐλίζομαι
στρατοπεδεύω – διανυκτερεύω
αὐτίκα
αμέσως
αὐτόθι
εδώ
αὐτομολέω - ῶ
λιποτακτώ
ἀφίσταμαι
απομακρύνομαι – αποστατώ
ἄχθομαι
στενοχωριέμαι
Β

Βαίνω

ἀναβαίνω:ανεβαίνω στο βήμα
καταβαίνω:κατεβαίνω απ το βήμα
βλασφημία
κακολογία - κατηγορία
Γ

γίγνομαι ὑπό τινι
υποδουλώνομαι σε κάποιον
γίγνομαι περί τι
ασχολούμαι με κάτι
γράφομαι παρανόμων
κατηγορώ για παράνομο ψήφισμα
γράφω ψήφισμα
προτείνω ψήφισμα
(γιγνώσκω): ἀπογιγνώσκω τινός

αθωώνω κάποιον
καταγιγνώσκω τινός
καταδικάζω κάποιον
συγγιγνώσκω τινί
συμφωνώ με κάποιον
Δ

δαψιλής
άφθονος
1. δέω 2. δέω - ῶ
1. Έχω ανάγκη 2. Δένω
διαβατήρια
θυσίες πριν τη διάβαση σε ξένη χώρα
διαθήκη
σύμβαση –συμφωνία
διαλλάττω
συμφιλιώνω
διαπράττομαι
κατορθώνω –πετυχαίνω
διαρρήδην
ρητἀ -σαφώς
διίσταμαι
διαφωνώ
Ε

ἐγκαλῶ τινι
κατηγορώ κάποιον
εἰκῇ
ασυλλόγιστα - απερίσκεπτα
ἐκβάλλω τινά
εξορίζω κάποιον
ἐκπίπτω ὑπό τινος
εξορίζομαι από κάποιον
ἐκφαίνω πόλεμον
κηρύσσω πόλεμο
ἐμπεδόω - ῶ
στερεώνω
ἐνδίδωμι τινί
υποχωρώ σε κάποιον – κάτι
ἔξαρνος γίγνομαι
αρνούμαι
ἐπισκήπτω
παραγγέλλω
ἐπιτήδειος
ωφέλιμος – κατάλληλος
εὖ πάσχω ὑπό τινος
ευεργετούμαι από κάποιον
εὖ ποιῶ τινα
ευεργετώ κάποιον
εὐτρεπίζω
τακτοποιώ –συμφιλιώνω
ἐφίστημι
τοποθετώ
(οἱ ἐφεστῶτες)
οι άρχοντες
(εἶμι) : ἄπειμι
απέρχομαι
διέξειμι
μιλώ με λεπτομέρειες
ἔξειμι
βγαίνω – εκστρατεύω
ἔπειμι
επιτίθεμαι
κάτειμι
επιστρέφω από την εξορία
πάρειμι
ανεβαίνω στο βήμα
(οι παριόντες)
οι ρήτορες
(ἔρχομαι):διεξέρχομαι
εκθέτω λεπτομερειακά
ἐξέρχομαι
εκστρατεύω
κατέρχομαι
επιστρέφω από την εξορία
παρέρχομαι
φτάνω
ὑπέρχομαί τινα
κολακεύω κάποιον
(ἔχω): ἀνέχω
κατώ ψηλά
διέχω
διαχωρίζω – απέχω
ἐπέχω
φυλάττω – συγκρατώ -
παρέχω – κτγρμ. μετοχή
αποδεικνύω ότι
παρέχει τινί – απαρέμφ.
επιτρέπεται σε κάποιον να
προέχω
ξεπερνώ -υπερέχω
Ζ

ζημιόω - ῶ
τιμωρώ
Η

ἡγοῦμαι τινός
είμαι αρχηγός κάποιου
ἡγοῦμαι –ειδ. απαρέμφατο
θεωρώ - νομίζω
ἥδομαι
ευχαριστιέμαι
ἥκιστα
καθόλου – ελάχιστα
ἦν δ’ ἐγώ
είπα εγώ
ἦν δ’ὅς
είπε αυτός
Θ

Θεραπεύω τους θεούς
λατρέυω τους θεούς
Ι

ἱκανός
αρκετός – ισχυρός
ἵμερος
πόθος
ἰσηγορία
ισότητα στο λόγο
(ἵστημι): ἀνίσταμαι
διακόπτω τη συνεδρίαση
ἀφίσταμαι τινός
απομακρύνομαι -αποστατώ
ἐφίστημι
καθορίζω
καθίστημι
διορίζω –τοποθετώ – ιδρύω
Καθίστημι νόμον
καθιερώνω συνήθεια
μεθίστημι
μεταβάλλω
παρίσταμαι
παρουσιάζομαι
Κ

καινός
καινούριος
κατακρίνομαι
καταδικάζομαι
κατέρχομαι
επιστρέφω από εξορία
κήδομαι
φροντίζω
κρίνομαι
κρίνομαι – δικάζομαι
Λ

λαγχάνω
κερδίζω με κλήρο
λῆμμα
κέρδος – ωφέλεια
λῦμα
ακαθαρσία
λυμαίνομαι
βλάπτω
λυσιτελής
χρήσιμος -ωφέλιμος
Μ

μέλει μοι τινός
φροντίζω για κάτι
μέλλει
πρόκειται
μέλλω
σκέφτομαι –σκοπεύω
μέμφομαι
κατηγορώ
μηκύνω
μακρηγορώ
Ν

νεωδαμώδης
είλωτας που απελευθερώθηκε πριν λίγο
νόμιμον
συνήθεια –έθιμο
νόμον εἰσφέρω
προτείνω νόμο
νόμον τίθεμαι
θεσπίζω νόμο
Ξ

ξένος
φίλος από φιλοξενία